ΕΙΔΑΜΕ | «Piaf» - Εθνικό Θέατρο [Rex]
Γράφει ο Σιδερής Πρίντεζης
Έχει τύχει αρκετές φορές στο θέατρο και τον κινηματογράφο να δω ηθοποιούς σε ερμηνείες που να μου έχουν «μείνει» περισσότερο από την παράσταση ή την ταινία στην οποία εμφανίζονται. Αυτό δε μειώνει απαραίτητα την παράσταση ή την ταινία καθώς το θεατρικό κείμενο ή το κινηματογραφικό σενάριο μπορεί να στηρίζεται ακριβώς πάνω σε έναν χαρακτήρα και να απαιτεί από τον βασικό ηθοποιό που τον υποδύεται να σηκώσει στους ώμους του όλο το έργο και να πιστωθεί ή να χρεωθεί το αποτέλεσμα
Ξεκινώντας λοιπόν για τη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του θεάτρου Ρεξ για να δω την «Piaf» της Pam Gems ήξερα ότι θα δω ένα έργο στηριγμένο στη ζωή μιας τραγουδίστριας, την οποία στο συγκεκριμένο ανέβασμα υποδύεται επίσης τραγουδίστρια (αλλά με θεατρικές σπουδές) και όχι ηθοποιός με πολύ καλή φωνή. Και εκεί είχα αρχικά τις επιφυλάξεις μου. Γρήγορα τις αναίρεσα. Η Ελεωνόρα Ζουγανέλη με αποστόμωσε.
Η παράσταση του Πέτρου Ζούλια κυλάει εύρυθμα, έχει εναλλαγές του δράματος με κωμικές ανάσες, έχει flash back που δεν αποπροσανατολίζουν χρονικά τον θεατή ως προς τους σημαντικούς σταθμούς στη ζωή της Piaf, ενώ υποστηρίζεται από έναν θίασο που καλείται πολλές φορές να παίξει δύο και τρεις ρόλους σε κάποια στιγμιότυπα στη διάρκεια της παράστασης. Στο μουσικό μέρος, υπάρχει καλή ισορροπία ανάμεσα στην πρόζα και τα τραγούδια που εκτελούνται από εξαμελή ζωντανή ορχήστρα (διεύθυνση Θοδωρή Οικονόμου), η οποία συνοδεύει και με μουσικά σχόλια πολλές σκηνές του έργου.
Έχω ωστόσο μία βασική ένσταση: την προφορά σε πολλές γαλλικές λέξεις. Δεν προβάλλει κανένας την απαίτηση από τους ηθοποιούς να κάνουν ταχύρρυθμα μαθήματα γαλλικής ή να ξέρουν ήδη γαλλικά. Ούτε καν να μιλάνε σαν Γάλλοι. Για μία τέτοια παράσταση όμως η κακή προφορά πολλές φορές ήταν παράταιρη και κακόηχη.
Όπως όμως είπαμε, το έργο είναι για την Piaf. Και όχι μόνο τη μεγάλη ερμηνεύτρια Piaf. Αλλά και την Piaf των δύσκολων παιδικών χρόνων στους οίκους ανοχής, την Piaf του μεγάλου έρωτα με τον πυγμάχο της και της απόγνωσης για το άδοξο τέλος αυτής της σχέσης. Την Piaf των καταχρήσεων και των ουσιών, την Piaf με την προσωπική σχέση της με τη θρησκεία, την Piaf της αθυροστομίας και της έντονης σεξουαλικότητας, την Piaf των πρώτων καμπαρέ μέχρι την Piaf του Olympia και του Carnegie hall, την Piaf των κλινικών, την Piaf του τέλους.
Η Ελεωνόρα Ζουγανέλη φαίνεται ότι έχει δουλέψει πάρα πολύ. Και με τον Πέτρο Ζούλια και μόνη της. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνει και μικραίνει ηλικιακά περνώντας από τη μια σκηνή στην άλλη – που μπορεί να απέχουν χρονικά κάποιες δεκαετίες – διαφοροποιώντας τη φωνή της (εκτός τραγουδιού) και το σχήμα του κορμιού της. Και όλα αυτά σε μια παράσταση που απαιτεί τη σχεδόν επί δυόμιση ώρες παρουσία της στη σκηνή. Περίμενα ότι δε θα την καταπιεί το έργο και ότι θα ενταχθεί ισότιμα στο σύνολο. Αλλά, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν από τους υπόλοιπους συντελεστές, νομίζω ότι τελικά παίρνει επάνω της όλη την παράσταση. Πέρα από τον θαυμασμό σε μια παγκόσμια τραγουδίστρια, φαίνεται ότι μελέτησε τη ζωή της Piaf, έσκυψε πάνω στην προσωπικότητά της, κατανόησε τα πάθη της, την αγάπησε και γι’ αυτό νομίζω ότι ερμηνευτικά την προσέγγισε με τόσο σεβασμό, αλλά και ανθρωπιά.
Καμιά φορά πέφτουμε αναπόφευκτα στην παγίδα των συγκρίσεων. Την αντίστοιχη παλιότερη παράσταση με την Τάνια Τσανακλίδου δεν την είχα δει, οπότε δεν έχω άποψη. Δε θα αποπειραθώ όμως να συγκρίνω τη θεατρική Piaf της Ελεωνόρας Ζουγανέλη με την κινηματογραφική Piaf της Marion Cotillard. Θα ήταν άδικο και για τις δύο. Πρώτον γιατί, κατά τη γνώμη μου, δε μπορείς να συγκρίνεις μια κινηματογραφική ταινία με μια θεατρική παράσταση και δεύτερον, γιατί δε μπορείς να συγκρίνεις μια φτασμένη πρωταγωνίστρια με μια κοπέλλα που για πρώτη φορά καλείται να ερμηνεύσει έναν τόσο απαιτητικό ρόλο. Αυτό δεν αποτελεί επιείκεια για την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, αλλά ούτε και ελαφρυντικό για τις όποιες αδυναμίες της.
Εκείνο το βράδυ όμως, στο κτίριο του Ρεξ, ανασύρθηκαν από μέσα μου μνήμες και από παλιότερες μουσικές παραστάσεις. Θυμήθηκα το μαγικό ανέβασμα του Σταμάτη Φασουλή στο «Βίρα τις άγκυρες» του Μιχάλη Ρέππα και του Θανάση Παπαθανασίου.
Μετά, οι συνειρμοί και η ενέργεια του χώρου με πήγαν ακόμα πιο πίσω. Πριν από 35 περίπου χρόνια είχα δει μια μεγάλη καλλιτέχνιδα που είχε ξεκινήσει από το τραγούδι και μεταπήδησε στην υποκριτική - χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τη μουσική - να «αλωνίζει» τη σκηνή αυτού του μυθικού θεάτρου της Αθήνας: τη Ρένα Βλαχοπούλου. Όχι... και πάλι δεν θα κάνω σύγκριση. Εδώ μπαίνουν στη μέση και άλλοι παράγοντες. Τα θεατρικά δεδομένα μιας άλλης εποχής, η διαφορετική καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, ακόμα και η μετεξέλιξη των απαιτήσεων του κοινού.
Απλά καταθέτω αυτές τις δύο παλιές εγγραφές στη μνήμη που αναρωτιούνται αν η τωρινή ερμηνεία που τις ανακάλεσε από το παρελθόν αποτελεί συνέχεια, εξέλιξή τους ή είναι άλλο ένα παιχνίδι του μυαλού και της συναισθηματικής νοημοσύνης. Το μέλλον και οι προσωπικές επιλογές θα δείξουν...
http://www.musicpaper.gr/we-saw/item/62 ... heatro-rex