Γράφει η Μιλένα Τζικάκη

«Μία καταγγελία για τη βία που γεννά ο φόβος». Έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την παράσταση «Πέντε Σιωπές», έργο της βραβευμένης Βρετανίδας Shelagh Stephenson, το οποίο παρουσιάστηκε με άρτια σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, στο Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα.

Μια οικογένεια, όχι σαν αυτές που έχουμε στο μυαλό μας και ένας φόνος καθοριστικός. Τρείς γυναίκες, ενωμένες από τη μία, αλλά ταυτόχρονα, μονάδες που παλεύουν να ξεφύγουν από τα όρια της συγκεκριμένης οικογένειας. Το έργο πραγματεύεται την ενδοοικογενειακή σεξουαλική βία και από αυτό και μόνο αντιλαμβανόμαστε την ιδιαιτερότητά του.

Τα ζητήματα που «πέφτουν στο τραπέζι» είναι, στην πραγματικότητα, πολύ πιο κοντά μας απ’ ό, τι νομίζουμε, παρόλο που δεν τα βλέπουμε, δεν τα συζητάμε ή τα αποφεύγουμε. Αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε γι’ αυτά, πολλές φορές, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι διαβάζοντας μία είδηση ή ακούγοντας την εξομολόγηση ενός θύματος. Και πάλι όμως η αίσθηση είναι ότι όλο αυτό δεν μας αγγίζει. Εκεί έγκειται και η ευστοχία του τίτλου. Πέντε σιωπές… Μία για κάθε μέλος της οικογένειας και μία αυτή της κοινωνίας.

pente_siopes_2014_11_003

Η παράσταση, λοιπόν, δεν ανεβαίνει για να δώσει λύση αλλά για να κάνει στο κοινό γνωστές τέτοιες καταστάσεις και να προβληματίσει, πράγμα που θεωρούμε ότι, από την πρεμιέρα κιόλας (Παρασκευή, 7 Νοεμβρίου), το πέτυχε! Δεν προβληματιζόμαστε, όμως, μόνο με το θέμα  της αλλά και με τον κάθε ρόλο – μέλος της οικογένειας, ξεχωριστά.

Ο Μπίλλυ, νεκρός, μας αφηγείται τη ζωή του από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Ό,τι έζησε τον κάνει περήφανο για ό,τι έπραξε ως ενήλικος. Το να φροντίζει να «μην λείψει τίποτα» από τις κόρες και τη γυναίκα του, του δίνει το δικαίωμα να τους στερήσει, τελικά, τα πιο ουσιαστικά –την ίδια τη ζωή. Οι δύο κοπέλες μας κάνουν να τις συμπονούμε βαθιά, και την ίδια στιγμή να σκεφτόμαστε τόσο έντονα την ατάκα που ξεστομίζει η μία από τις δύο, «Νομίζετε ότι είμαστε τέρατα, ε;», Ναι! Και όχι για ό, τι έχουν υποστεί αλλά για τον τρόπο που στιγμιαία σκέφτονται… Κι όμως και εκείνες τις δικαιολογούμε για ό,τι είναι, ό,τι σκέφτονται, ό,τι πράττουν. Δύο γυναίκες που μοιάζουν σαν να μην μεγάλωσαν ποτέ, καθώς δεν έζησαν όπως εκείνες επιθυμούσαν, παρά μόνο υπάρχουν -τριάντα τόσα χρόνια- μέσα σε τέσσερις τοίχους, με υποδείξεις για το καθετί. Η μάνα ίσως και να είναι η πιο τραγική φιγούρα του έργου. «Έτσι κι αλλιώς, δεν εκτιμούσα και πολύ τον εαυτό μου», λέει. Μοιάζει να ήθελε πολύ να πάρει πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια όλων αυτών τον χρόνων, αλλά φοβόταν. Και όταν αυτή η πρωτοβουλία τελικά ελήφθη -όχι από εκείνη-, ο φόβος παρέμεινε με άλλη μορφή. «Αν θέλει, μπορεί να με σκοτώσει πολύ εύκολα», εξομολογείται μετά τον φόνο.

Τέλος, εμείς –το κοινό, η κοινωνία. «Ήταν σαν να ’χαμε γλιστρήσει σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν μίλαγε. Το ξέρατε, το βλέπατε, αλλά κανείς σας δεν έλεγε τίποτα». Οι ηθοποιοί μάς απευθύνονται με την απόγνωση και το θυμό να μην μπορεί να μείνει άλλο μέσα τους και εμείς, σαν παιδί που έκανε ζημιά, ξανά δεν λέμε τίποτα…

pente_siopes_2014_11_002

Οι τέσσερις πρωταγωνιστές ήταν καθηλωτικοί. Φαίνεται, άλλωστε, στο δυνατό χειροκρότημα, στη διάρκεια του οποίου δεν δείχνουν να έχουν βγει, ακόμη, από τους ρόλους τους. Ο «Πίσω χώρος» του θεάτρου, βοηθά όλο αυτό που έχει ο Κοραής Δαμάτης στο μυαλό του, καθώς οι ηθοποιοί βρίσκονται πολύ κοντά στο κοινό και τα λόγια τους είναι σαν να έχουν ειπωθεί άλλες δέκα φορές στον καθένα μας ξεχωριστά. Τα συγχαρητήρια, όμως, δίνονται πρώτα για την απόφαση να ανεβάσουν ένα τέτοιο έργο, και ύστερα για τις καλλιτεχνικές τους ικανότητες, που, έτσι κι αλλιώς, ουδείς αμφισβητεί.

——————-

Μετά το τέλος της παράστασης, βρεθήκαμε με τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη για να τους συγχαρούμε προσωπικά, αλλά και να ακούσουμε τη δική τους άποψη για το έργο.

Κοραής Δαμάτης (σκηνοθεσία-επεξεργασία κειμένου-φωτισμοί-χώρος και κουστούμια-επιμέλεια ήχων): Ήταν σαν να είδα όλο το έργο μαζί! Όταν μου ζητήθηκε από τον κύριο Δαφνή να σκηνοθετήσω, διάβασα το έργο και δέχτηκα, γιατί πιστεύω ότι είναι μια καταγγελία για τη βία που γεννά ο φόβος και ιδιαίτερα αυτή την εποχή που μας σπρώχνει σε απομόνωση. Ήθελα να γίνει αυτό το έργο σαν καταγγελία και των σχέσεων που υπάρχουν μέσα στο κείμενο από τη συγγραφέα, αλλά περισσότερο και για να πει στους θεατές «σταμάτα να φοβάσαι γιατί αλλιώς δεν υπάρχει ζωή»! Όταν είσαι δέσμιος του φόβου σου -του όποιου φόβου, είτε τον προξενούν οι άλλοι, είτε ο ίδιος στον εαυτό σου-, είναι σαν να μην μπορείς να ζήσεις –ζεις μαρτυρικά. Χάνεις όχι μόνο το ευ ζην, αλλά ακόμα και το ζην. Η παράσταση ανέβηκε, λοιπόν, ως καταγγελία –έτσι πιστεύω ότι έπρεπε να ανέβει, και για τα θέματα των ηρώων αλλά και για την εποχή που ζούμε. Να πει κάποιος «σταματήστε τους φόβους και κάντε κάτι»! Ως πότε θα μας φοβίζει αυτός ο φόβος; Ο όποιος φόβος… Ο φόβος φέρνει βία, απομόνωση, κατάθλιψη, πίκρα και έλλειψη καλής ζωής.

MusicCorner: Θα μπορούν τελικά οι ηρωίδες να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή;
Κοραής Δαμάτης:
Όχι, δεν μπορούν! Είναι πολύ μεγάλες πια σε ηλικία. Όταν ανέχεσαι μια κακή ζωή για περίπου 25 χρόνια, δεν μπορείς να την αλλάξεις. Κι όταν αυτή την κακή ζωή τη «λύνεις» μ’ έναν φόνο, αυτός ο φόνος παραμένει στο μυαλό και στην ψυχή σου. Οι εικόνες αυτές δεν σβήνονται, πορεύονται μαζί τους. Το ότι θα ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή το λένε για να το πιστέψουν, εξ ου και η επανάληψη που ακούγεται στα λόγια τους, που δεν οδηγεί πουθενά.

—————–

Νίκος Δαφνής: Eγώ έχω τη διπλή ιδιότητα του ηθοποιού και του παραγωγού, μιας και έφτιαξα αυτό το θέατρο, πριν από δεκαεφτά χρόνια περίπου, με τα χέρια μου! Και έχει δει πολύ καλές μέρες και συνεχίζει… Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι ένα θέατρο που πάει πολύ καλά, θα «πρόδιδε» τους στόχους του, το ήθος και το ύφος του, αν δεν επέλεγε κάποια στιγμή να κάνει και έργα που κάποιο άλλο θέατρο θα δίσταζε να ανεβάσει. Γιατί αυτό είναι έργο που δεν απευθύνεται σε πολύ κόσμο. Είναι έργο που απευθύνεται σ’ ένα πολύ ειδικό κοινό, ιδιαίτερο, πολύ υψηλών απαιτήσεων, που θα πάει για να προβληματιστεί, αλλά και φυσικά για να δει μία πολύ καλή παράσταση με καλούς ηθοποιούς και έναν πολύ καλό σκηνοθέτη. Τα ζητήματα που θέτει το έργο, είναι υπαρκτά, δεν μιλά για κάτι που δεν συμβαίνει. Αυτά συμβαίνουν στη ζωή μας! Ψάχνοντας στο internet να βρω πληροφορίες για να συμπεριλάβω στο πρόγραμμα, τρόμαξα! Οι τέσσερις σιωπές της οικογένειας θα μπορούσαν να είναι πέντε ή έξι. Η πέμπτη είναι η καταγγελία, αυτή της κοινωνίας, που βλέπει, ξέρει και δεν μιλάει. Και ξαφνικά γίνεται γνωστή μία τέτοια περίπτωση κακοποίησης και όλοι εντυπωσιαζόμαστε. Έχω στο πρόγραμμα της παράστασης μερικά τέτοια αληθινά περιστατικά που σοκάρουν.
Επειδή έχω τρεις κόρες, στην απόπειρά μου να ανεβάσω αυτό το έργο άλλες δύο φορές -και τις δύο- δέκα μέρες πριν την πρεμιέρα δεν μπορούσα να το κάνω! Δεν μπορούσα να μάθω τα λόγια! Δεν μου έχει ξανατύχει τέτοιο πράγμα, να αρνείται η ύπαρξή μου να μάθει τα λόγια που λέει αυτό το… ον, τελοσπάντων. Το όποιο, όμως, εξηγείται μέσα στην παράσταση. Ως παιδί που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από τον εραστή της μητέρας του και άλλα διάφορα, ακολούθησε μία πορεία. Μόνο στον στρατό είναι ορατό ότι κρατά μία νοοτροπία φασιστική και ναζιστική, φτιάχνοντας έτσι τον μικρόκοσμό του, το «γκέτο» του θα λέγαμε. Εγώ πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να πεθάνει για τις κόρες του ή για τη γυναίκα του. Είναι μία ιδιαίτερη σχέση και γι’ αυτό, μετά την παράσταση, βλέπουμε τον κόσμο να συζητά τι είναι αυτό το πράγμα τελικά. Επίσης το έργο αυτό δεν έχει διέξοδο, είναι μαύρο. Τελειώνει και αναρωτιέσαι δηλαδή «Τι έκαναν; Τι σκότωσαν;» Αυτό που έχουν μέσα τους –διότι μέσα τους είναι το πρόβλημα. Δεν είναι απλώς μια κατάσταση του πατέρα-βιαστή, ο οποίος θα πάει φυλακή και θα πληρώσει. Υπάρχει σχέση είκοσι χρόνων και οι κοπέλες αυτές τον διεκδικούν υποσυνείδητα.
Η μάνα είναι, επίσης, ένα πρόσωπο ιδιαίτερο, η οποία λέει κάποια στιγμή «Δεν εκτιμούσα και πολύ τον εαυτό μου» -και δικαιολογημένα! Είναι δυνατόν να της εκμυστηρεύονται οι κόρες της το βάσανό τους και να απαντά «Αυτό μας έλειπε τώρα…” ; Τρελό!
Δεν είναι εύκολο έργο και πιστεύω ότι μας τιμά η απόφαση να το ανεβάσουμε. Τώρα, το αν κάναμε καλή παράσταση ή αν έρθει κόσμος να το δει, ελάχιστα με ενδιαφέρει. Το μήνυμα που στέλνουμε σε θέατρα τέτοιου ύφους και ήθους είναι «τολμήστε να ανεβάσετε και έργα χωρίς να σκέφτεστε μόνο το ταμείο»! Κάποια στιγμή πρέπει να ανέβουν και έργα που έχουν κάτι να πουν και να το πουν με καθαρό τρόπο. Εμείς εδώ αυτό κάνουμε.

pente_siopes_afisa_2014_11

Ιωάννα Γκαβάκου: Ο ρόλος αυτός, της Μαίρη, ήταν ένας γρίφος. Είναι πάρα πολύ περίεργος, γιατί δεν καταλαβαίνεις πόσα πράγματα ξέρει αυτή η γυναίκα, δεν μιλάει πολύ. Κάνει κάποιες περιγραφές για την τάξη και την πειθαρχία μέσα στην οποία ζούσαν, αλλά δεν εκφράζει συναισθήματα όπως οι άλλοι ρόλοι –ακόμα και ο Μπίλλυ το κάνει, που είναι νεκρός. Είναι σαν να υπάρχει κάτι κρυφό, καθώς οι κόρες αναφέρουν ό, τι περνούσαν, ενώ εκείνη δεν λέει τίποτα, οπότε δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα. Έτσι, λοιπόν, δεν ήξερα πώς να την αντιμετωπίσω. Κάπου μου δημιουργούσε οργή, γιατί, εγώ ως Ιωάννα, θα είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο όπως ο Μπίλλυ. Επίσης, οι περισσότεροι ρόλοι που έχω κάνει, αν και είναι μακριά από εμένα, είναι πολύ δυνατοί, με ένταση. Κάποια στιγμή, με την πάροδο του χρόνου και με τη βοήθεια του σκηνοθέτη φυσικά, άρχισα να αναρωτιέμαι για κάποια πράγματα και να σκέφτομαι, ας πούμε, ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να φοβούνται διαφορετικά απ’ ό, τι εγώ, άνθρωποι, που έχουν πολύ λιγότερες ευκαιρίες στη ζωή. Ειδικά η Μαίρη, αφενός είναι απ’ τα είκοσι της χρόνια σε μια τέτοια κατάσταση και από πολύ νωρίς λειτουργεί διαφορετικά, αφετέρου, δεν είναι γρήγορος άνθρωπος στο μυαλό. Από τη μία γιατί βρίσκεται χρόνια σε απομόνωση, αλλά και από τη φύση της, ίσως, το μυαλό της είναι λίγο πιο αργό από αυτό ενός ανθρώπου που είναι μέσα στη ζωή.

MusicCorner: Προβληματίζουν επίσης και τα λόγια της, αναφερόμενη στον Μπίλλυ, «Τον αγαπούσα… Για έναν περίεργο λόγο, τον αγαπούσα…»
Ιωάννα Γκαβάκου:
Ναι… Αυτό ειπώθηκε όταν τα παιδία ήταν ακόμα μικρά, δεν νομίζω ότι αργότερα ισχύει. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι τόσο εθισμένοι στον βασανισμό, που εξακολουθούν να τρέφουν αισθήματα για τον βασανιστή τους και αυτό είναι και το κουμπί του έργου. Εγώ αυτό που άρχισα να αισθάνομαι γι’ αυτή τη γυναίκα είναι ότι, ουσιαστικά, ένιωσε ακυρωμένη, ότι δεν είναι χρήσιμη ούτε για τα παιδιά της, και εκεί άρχισε να με συγκινεί ο ρόλος. Είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται στο περιθώριο και ακόμη κι αυτό που έπρεπε να κάνει για τα παιδία της, το έκαναν εκείνα μόνα τους. Επίσης, υπάρχει μία φράση στο έργο στην οποία ,νομίζω, κρύβεται όλο το νόημα για τον ρόλο της Μαίρη: «Δεν ξαναέφυγα ποτέ. Μου είπε πως αν ξαναφεύγαμε θα μας έβρισκε όπου κι αν ήμασταν και θα μας σκότωνε». Δηλαδή αυτή η γυναίκα πίστευε ότι παίζεται η ζωή τους, οπότε ήταν και το ένστικτο της επιβίωσης, κατά κάποιο τρόπο, που την έκανε να φέρεται έτσι. Βέβαια, να έχουμε υπ’ όψη πως όλοι οι χαρακτήρες είναι ακραίοι. Κάπως έτσι, λοιπόν, είδα τον ρόλο. Και μπορεί στην αρχή να ήμουν κάπως αντιδραστική, όπως θα ήταν κάθε γυναίκα, άρχισα όμως σιγά σιγά να την πονάω και νομίζω ότι και το σκηνοθετικό ζητούμενο ήταν αυτό, ώστε να την προσεγγίσω.
Κατά τ’ άλλα, πρόκειται για μια εξαίρετη συνεργασία! Κάναμε αρκετό καιρό πρόβα και ήταν και πολύ ωραία περίοδος εκείνη και βαθιά. Ο Κοραής Δαμάτης καταφέρνει να βγάζει από τον ηθοποιό το βάθος του. Με τον Νίκο Δαφνή, που τον γνωρίζω χρόνια, είχαμε επίσης πολύ καλή συνεργασία και πιστεύω ότι είναι εξαιρετικός στο ρόλο του. Είναι πολύ ευχάριστο να δουλεύεις με τέτοιους ανθρώπους!

—————–

Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου: Πρόκειται για σκληρό έργο, το οποίο θέτει το ζήτημα της ενδοοικογενειακής σεξουαλικής βίας και από την κοινωνική του πλευρά αλλά, κυρίως από την πολιτική πλευρά. Δηλαδή, νομίζω ότι η άποψη του σκηνοθέτη είναι να παρουσιάσουμε ένα έργο «γροθιά στο στομάχι», να θέλει λίγο χρόνο ο θεατής να το «χωνέψει». Να είναι τόσο έντονο και να στείλει ένα μήνυμα, φυσικά, στην κοινωνία, μιας και αυτό που πραγματεύεται συμβαίνει διπλά μας. Το μήνυμα είναι να μην σιωπά κανένας μας όταν βλέπει οποιαδήποτε βία από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο. Να μιλάμε ανοιχτά και να το καταγγέλλουμε! Είναι πολύ λίγα τα περιστατικά που καταγγέλλονται και πόσο μάλλον τα περιστατικά που κλείνονται μέσα σε τέσσερις τοίχους. Είναι έργο γραμμένο στο σήμερα. Εγώ κάνω την πρώτη κόρη της οικογένειας που είναι και η πιο αποφασιστική, η πιο σκληρή, αυτή που σκοτώνει τον πατέρα και από εκεί ξεκινά η ιστορία να ξεδιπλώνεται, εξηγώντας για ποιον λόγο τον σκότωσα. Μαθαίνουμε ότι οι δύο κόρες είναι θύματα βίας και κακοποίησης και στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι και ο πατέρας υπήρξε θύμα παρόμοιας κατάστασης.

Ευχόμαστε να πάει καλά η παράσταση, όχι με την έννοια της εμπορικότητας, αλλά να το επιλέξει ο κόσμος γι’ αυτό που είναι. Να διαλέγει, δηλαδή, να βλέπει τέτοια έργα. Νομίζω, ότι η προσέγγιση του Κοραή Δαμάτη είναι η πιο σωστή. Δηλαδή δεν ξεδιπλώνουμε εδώ το δράμα αυτών των ανθρώπων απλώς, αλλά το παρουσιάζουμε με σκοπό να δούμε μέσα από αυτούς την αλήθεια.

——————

Δανάη Καλαχώρα: Δουλέψαμε τέσσερις μήνες πάρα πολύ όλοι οι συντελεστές, με μαέστρο τον Κοραή Δαμάτη και αυτό που θέλαμε να πετύχουμε δεν ήταν να περιγράψουμε άλλο ένα δράμα, αλλά πολύ περισσότερο να βάλουμε τον κόσμο μέσα σ’ αυτό. Να γίνει, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, συμμέτοχος και ο θεατής. Με τον τρόπο που είναι στημένη η παράσταση νομίζω ότι το καταφέρνουμε. Όλοι έχουμε προσπαθήσει πολύ απ’ την πλευρά μας να γίνει ένα καλοκουρδισμένο πράγμα -ο καθένας να βάλει τις νότες του, θα λέγαμε, αν ήταν παρτιτούρα- και προσωπικά είμαι πολύ ευτυχής που βρέθηκα σ’ αυτήν τη συγκύρια, γιατί είναι κάτι στο οποίο πιστεύω πάρα πολύ. Για την προετοιμασία των ρόλων διαβάσαμε πολλά γεγονότα σχετικά με το ζήτημα της βίας, είτε σεξουαλικής είτε όχι, και διαπιστώσαμε ότι συμβαίνει περίπου σε τέσσερα από τα δέκα σπίτια… Είναι τόσο διαδεδομένο κι όμως δεν μιλά κανείς…
Δεν ξέρω πως θα πάει από κόσμο η παράσταση, αλλά πιστεύω στο έργο τόσο πολύ, κυρίως γιατί, ακριβώς επειδή είναι θέμα-ταμπού, από εκείνα στα οποία κανείς δεν αναφέρεται, το κείμενο πιο πολύ λειτούργει σαν δείκτης αυτού του φαινομένου και όχι τόσο σαν περιγραφή ενός ακόμα δράματος σε ένα σπίτι που το βλέπουμε από την κλειδαρότρυπα. Αλλά πολύ περισσότερο επιδιώκει να κινητοποιήσει το συναίσθημα, τη σκέψη, ακόμα και την αντίδραση σε σχέση με όλα αυτά.
Ο δικός μου ρόλος είναι της μίας από τις δύο κόρες, οι οποίες έχουν κοινές εμπειρίες και κοινή ηλικία. Αν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση, είναι το πώς κάθε άνθρωπος διαχειρίζεται αυτά που του συμβαίνουν στη ζωή. Νομίζω ότι και τα δύο κορίτσια είναι πολύ τραυματισμένα και απλώς έχουν λίγο διαφορετικές εκφράσεις σε σχέση με αυτό το τραύμα –αλλά το τραύμα είναι κοινό. Στην πραγματικότητα είναι σαν ένα πρόσωπο, η μία λειτουργεί μέσα από την άλλη…

pente_siopes_2014_11_001

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here