Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης
Σήμερα, 29 Ιουλίου 2025, είναι μια ιστορική ημέρα αφού συμπληρώνονται εκατό (100) χρόνια από τη γέννηση του κολοσσιαίου Μίκη Θεοδωράκη. Ασφαλώς δεν πρόκειται μόνο για μια ακόμα μεγάλη, διεθνούς εμβέλειας, μορφή της ελληνικής τέχνης αλλά για κάτι εντελώς ξεχωριστό αφού ο Μίκης άφησε τεράστιο σε όγκο και σημασία έργο που έγινε συνώνυμο του αγώνα για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία και ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Ένα έργο που εκτιμήθηκε δεόντως στα πέρατα της οικουμένης και ακούγεται όπου διεξάγεται αγώνας για όλα αυτά που πολέμησε ο μέγιστος αυτός Έλληνας.
Ο Μίκης δεν ήταν απλώς από εκείνες τις προσωπικότητες που σφραγίζουν μια περίοδο 20-30 ετών, όχι ότι αυτό είναι λίγο και ανεπαρκές. Ήταν μία ολότελα μοναδική μορφή η οποία σημάδεψε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με τεράστια επίδραση στον 21ο που σίγουρα δεν θα πάψει να υφίσταται όσο συνεχίζονται οι αγώνες των λαών για περισσότερα δικαιώματα.
Η σκιαγράφηση ενός πορτραίτου του φαίνεται εξαιρετικά δυσχερής αλλά είναι κοινώς παραδεκτό ότι ήταν πολυπράγμων και εργασιομανής. Όπως είχε πει και ο Γιάννης Ρίτσος στον πρόλογο του βιβλίου του Μίκη «Μαχόμενη κουλτούρα» (Νοέμβρης 1982) ήταν πολυτάλαντος, πολυδιάστατος, πολυσύνθετος και πολυδύναμος. Συν τοις άλλοις, εργαζόταν ακαταπαύστως ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα. Πέρα από πρωτοκορυφαίος συνθέτης, ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας ο οποίος μέσα στα βιβλία του ανέλυσε τις πολιτικές, πολιτιστικές, δημοκρατικές και, γενικότερα, φιλοσοφικές του ιδέες. Ήταν ο γενναίος αγωνιστής που ρίσκαρε τη ζωή του στο έπος της Εθνικής Αντίστασης αλλά και κατά την περίοδο του αιματηρού εμφυλίου όταν εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Επιπροσθέτως, κυνηγήθηκε βάναυσα από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις των δεκαετιών του 1950 και του 1960, ειδικά όταν ξεκίνησε τις λαϊκές συναυλίες που οδηγούσαν σε αθρόα προσέλευση του κόσμου το οποίο προκαλούσε την μήνιν των κυβερνήσεων. Και φυσικά ήταν το κόκκινο πανί για τη χούντα των συνταγματαρχών η οποία, μεταξύ άλλων πολιτιστικών εγκλημάτων, απαγόρεψε δια νόμου τη μουσική του την 1η Ιουνίου 1967, σαράντα ημέρες μετά τη βίαιη κατάλυση του πολιτεύματος. Το 1970 αποφυλακίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς κατόπιν πιέσεων προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας και ξεκίνησε έναν τιτάνιο αγώνα σε δεκάδες χώρες όπου πραγματοποίησε εκατοντάδες συναυλίες γνωστοποιώντας παντού το ελληνικό ζήτημα. Ως εκ τούτου, το όνομά του έγινε συνώνυμο της αντίστασης και της προσπάθειας για αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας ενώ πολλοί λαοί χρησιμοποίησαν τη μουσική του κατά τους αγώνες τους για ελευθερία, αυτοδιάθεση και κοινωνική δικαιοσύνη.
Ήταν, όμως, και ο ενεργός πολίτης που δεν δίσταζε να θέσει υποψηφιότητα είτε σε κεντρικό επίπεδο είτε σε τοπικό ενώ στην πραγματικότητα τα πολιτικά αξιώματα δεν είχαν να του προσφέρουν κάτι. Η πανελλαδική δημοτικότητά του και η παγκόσμια αναγνωρισιμότητά του ξεπερνούσαν τον οποιοδήποτε εν Ελλάδι πολιτικό. Ωστόσο, ο Μίκης δεν έμπαινε στους πολιτικούς αγώνες για να κερδίσει αλλά για να προσφέρει. Με την κάθοδό του στις εκλογές δεχόταν ανελέητο πόλεμο από τις κυβερνήσεις και το διαβόητο παρακράτος καθώς και σφοδρές επικρίσεις μετά την Παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Δεν ήταν λίγες οι φωνές, ακόμα και κατά την Μεταπολίτευση, που προσπαθούσαν να τον «νουθετήσουν» λέγοντας ότι πρέπει να ασχολείται μόνο με τη μουσική του. Παρόλα αυτά, ο Μίκης ποτέ δεν έβλεπε τη μουσική εκτός του αγωνιστικού πλαισίου που χαρακτήρισε την πολυτάραχη ζωή του. Όλη του η πορεία και το πολυεπίπεδο έργο του εντασσόταν πλήρως μέσα στον αδιάλειπτο αγώνα που έδωσε για τις ιδέες του και για να προσφέρει στον λαό, όχι μόνο τον ελληνικό αλλά και κάθε λαό που βασανιζόταν από απολυταρχικά καθεστώτα και πάλευε για την αυτοδιάθεσή του και τη δημοκρατία. Ποτέ δεν ησύχασε, ακόμα και μετά το 1974, και έδινε ό,τι είχε μέσα του για να συνεισφέρει στον υπέρτατο στόχο του κοινού καλού.
Δεν είναι τυχαίο που από το 1980 υπέστη πάλι έντονη δίωξη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το έργο του παρουσιαζόταν ολοένα και λιγότερο από επίσημους φορείς αφού τα τραγούδια του Μίκη σκόπευαν (και στοχεύουν) σε αφύπνιση του λαού και όχι σε ψυχαγωγία. Από ραδιόφωνο και τηλεόραση η μουσική του εξοβελίστηκε σε μεγάλο βαθμό αλλά ο λαός ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπά και να επιζητεί διακαώς ακρόαση της μουσικής του. Σε συναυλίες του επικρατούσε το αδιαχώρητο όπως π.χ. στις 18-9-1995 όταν δόθηκε μια ιστορική συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τον εορτασμό των 70 χρόνων του, με τον κόσμο να κατακλύζει το θρυλικό στάδιο δημιουργώντας μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα.
Όσον αφορά το έργο του είναι ογκωδέστατο σε δυσθεώρητο βαθμό καθώς και πολυσχιδές αφού συνέθεσε έργα σε πολλά είδη μουσικής όπως συμφωνική μουσική, όπερα, μουσική δωματίου, εκκλησιαστική μουσική, ορατόρια, μουσική για θέατρο και κινηματογράφο, κ.α. Μολαταύτα, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως και μόνο με τους κύκλους τραγουδιών του θα είχε μείνει στην ιστορία. Τη δεκαετία του 1950 όταν βρέθηκε στη Γαλλία για σπουδές ως υπότροφος, είχε τη δυνατότητα να μείνει εκεί αφού, άλλωστε, είχε αναγνωριστεί το ταλέντο του και δεν είχαν λείψει οι βραβεύσεις. Όμως, επιθυμούσε να επιστρέψει στην πατρίδα και να χαράξει μία διαφορετική οδό.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, βλέποντας ότι η μουσική στη χώρα μας ήταν σε ανώτερο επίπεδο από τον στίχο, ήταν πεπεισμένος ότι χρειαζόταν μια δραστική αλλαγή και αυτή ήταν η εισαγωγή της ποίησης στη μουσική. Και σε αυτό το σημείο ο Μίκης ήταν ο πρωτοπόρος. Με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, ένα ποίημα που είχε γραφτεί το 1936 και σημείωσε ευρύτατη αποδοχή στη μαύρη εκείνη περίοδο, έκανε κάτι πρωτότυπο και, βεβαίως, αξιοθαύμαστο. Έβαλε μελωδίες σε στίχους ποιητών και έδωσε στον λαό κάτι παντελώς διαφορετικό από ό,τι είχε συνηθίσει. Οι αντιδράσεις σε αυτό το τόλμημα ήταν πάρα πολλές όχι μόνο από στενόμυαλους κριτικούς αλλά και από μέλη της διανόησης, ακόμα και της αριστερής, που υποστήριζαν ότι η ιερή ποίηση του Ρίτσου διασύρεται από ένα μουσικό όργανο των χασικλήδων και έναν τραγουδιστή των παρακατιανών λαϊκών κέντρων της νύχτας. Εντούτοις, ο λαός αποδέχτηκε αυτή την ηχογράφηση εύκολα και ο Μίκης μαζί με τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση έγιναν πρωταγωνιστές σε ένα μοναδικό φαινόμενο που όμοιό του δεν υπήρχε και ούτε έχει υπάρξει από τότε σε ολόκληρο τον κόσμο πλην της πατρίδας μας: Υψηλή ποίηση να τραγουδιέται μαζικά από τον απλό λαό, είτε πρόκειται για εργάτες και αγρότες είτε για φοιτητές και διανοούμενους. Η μελοποίηση του Επιταφίου ήταν καθοριστικής σημασίας γιατί σηματοδότησε την κοσμογονική αλλαγή στην ελληνική μουσική και οδήγησε σε μια λαμπρή περίοδο έως το 1980.
Σημειωτέον ότι δεν μελοποίησε μόνο ατόφια ποιήματα όπως τον «Επιτάφιο» και τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, το «Άξιον Εστί» και τις «Μικρές Κυκλάδες» του Οδυσσέα Ελύτη, το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού και τα «Επιφάνια» του Γιώργου Σεφέρη αλλά έκανε κάτι, σχεδόν το ίδιο κομβικό: παρακίνησε σπουδαίους τεχνίτες του λόγου όπως τους Νίκο Γκάτσο, Τάσο Λειβαδίτη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ιάκωβο Καμπανέλλη, Μάνο Ελευθερίου, Μιχάλη Κατσαρό, κ.α. να γράψουν αριστουργηματικούς στίχους τους οποίους μελοποίησε ο, πάντα εν κατακλυσμιαία έμπνευση, Μίκης. Ασφαλώς, έγραψε και τους δικούς του στίχους πασίγνωστων και ωραιότατων τραγουδιών αποδεικνύοντας ότι διέθετε και την ικανότητα της στιχουργικής. Ως αποτέλεσμα, κληροδότησε αξεπέραστα έργα άφθαστου κάλλους που τραγουδήθηκαν από τα χείλη και αγαπήθηκαν από τις καρδιές πολλών λαών του κόσμου.
Οπωσδήποτε, οι μελωδίες του προήλθαν από έναν εκρηκτικό συνδυασμό του ασύλληπτου ταλέντου του και των προσωπικών βιωμάτων του με τα ακούσματά του από το δημοτικό, παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι καθώς και από την εκκλησιαστική μουσική. Αναντιλέκτως, λοιπόν, οι βασικές ρίζες της έμπνευσής του ήταν ελληνικές. Έτσι, κατάφερε να δημιουργήσει τα δικά του ξεχωριστά έργα που εντυπώθηκαν στη συλλογική μνήμη και έμειναν στην ελληνική και στην παγκόσμια μουσική ιστορία.
Είναι απολύτως ενδεικτικά κάποια γεγονότα που δείχνουν την παγκοσμιότητα του έργου του και δεν αναφερόμαστε μόνο στην επιτυχία του Ζορμπά ούτε την εκτέλεση από τους Beatles του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», όσο για ορισμένα έργα που σημείωσαν μεγάλη εξάπλωση όπως για παράδειγμα το “Canto General” του Πάμπλο Νερούντα, ενός εκ των κορυφαίων ποιητών του 20ου αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο, που μελοποίησε ο Μίκης και σημείωσε αξιοσημείωτη διεθνή επιτυχία. Επίσης, «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη που σφραγίστηκε από τις ερμηνείες της Μαρίας Φαραντούρη. Οι «Times» της Νέας Υόρκης το αναγόρευσαν ως το σημαντικότερο έργο που έχει γραφτεί για το Ολοκαύτωμα ενώ η αποδοχή του στο Ισραήλ ήταν συγκινητική και το έργο θεωρείται σαν δεύτερος εθνικός ύμνος. Γενικώς, «Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» είχε τόσο πλατιά αποδοχή ώστε το 2001 κατά την κατάληψη της Καμπούλ από τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ, μετά την εκδίωξη των Ταλιμπάν, όταν ο Αφγανικός στρατός εισερχόταν στην πρωτεύουσα, ακουγόταν «Ο Αντώνης» από μεγάφωνα στρατιωτικών οχημάτων. Επίσης, το 2014 στο Κομπάνι (ή Κομπάνε) της Συρίας οι Κούρδοι μαχητές επένδυσαν πλάνα γυναικών-μαχητριών που πολεμούσαν κατά του ισλαμικού κράτους χρησιμοποιώντας ως άκουσμα τον «Αντώνη». Η ίδια μουσική αποτέλεσε επαναστατικό θούριο για τους Τουπαμάρος, Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα της Ουρουγουάης κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Άλλο παράδειγμα είναι, βεβαίως, ο εθνικός ύμνος της Παλαιστίνης που ο Γιασέρ Αραφάτ, ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), ζήτησε το 1981 από τον Μίκη να συνθέσει, κάτι που έπραξε ο μεγάλος μας μουσουργός. Ο ύμνος παρουσιάστηκε στη Βουλή των Παλαιστινίων στην Βηρυτό και οι βουλευτές με την ηγεσία της ΟΑΠ ενέκριναν πανηγυρικά τον ύμνο που ονομάστηκε «Πορεία προς την Ιερουσαλήμ».
Ένα ακόμα κλασικό παράδειγμα της εντυπωσιακής απήχησης του Μίκη ήταν όταν στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης το 1992, κατά την είσοδο της Ολυμπιακής σημαίας, διηύθυνε την ορχήστρα που απέδιδε το θρυλικό «Θα σημάνουν οι καμπάνες» από την Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου με την ερμηνεία της μέτζο-σοπράνο Αγνής Μπάλτσα. Δεν είναι, φυσικά, τα μοναδικά παραδείγματα αλλά είναι σίγουρα χαρακτηριστικά.
Παρόλα αυτά, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, συνέχισε να γράφει αξιόλογα έργα τα οποία όμως ποτέ δεν γνώρισαν την προβολή και την αναγνώριση που άξιζαν όπως τις λυρικές τραγωδίες «Μήδεια», «Ηλέκτρα» και «Αντιγόνη», τις Πολιτείες Γ’ και Δ’, το «Ασίκικο Πουλάκη», «Τα Πικροσάββατα», το θρησκευτικό μουσικά δράμα «Διόνυσος, το «Ραντάρ», την καντάτα «Κατά Σαδδουκαίων» και πολλά άλλα που δεν είναι σκοπός του παρόντος κειμένου η παράθεσή τους.
Πάντως, παρέμεινε ταγμένος στον στόχο του που ήταν η προσφορά προς τον ελληνικό λαό και σε όλους τους αγωνιζόμενους λαούς του πλανήτη. Πάλεψε για ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων ανά την υφήλιο και συνέχισε να δίνει συναυλίες σε πολλά μέρη του πλανήτη προσελκύοντας πλήθος κόσμου κάθε φορά. Η ακτινοβολία του ήταν και είναι παγκόσμια και ο Μίκης ποτέ δεν σταμάτησε να στηρίζει τους αδικημένους και τους αδυνάτους.
Αναμφιβόλως η οποιαδήποτε προσπάθεια να περιγραφεί το μεγαλείο του είναι εξαρχής καταδικασμένη. Η επίδραση του έργου του είναι τόσο βαθιά μεταμορφωτική και τόσο θεμελιώδης που είναι υπερβολικά δύσκολο να εκτιμηθεί σε όλη της την έκταση. Με το πολυδιάστατο έργο του ενέπνευσε, ενίσχυσε και εμψύχωσε εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη και γι’ αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό να νιώθουμε ιδιαιτέρως τυχεροί και ευλογημένοι που μας χάρισε τα έργα του και μπορούμε να τα ακούμε διαρκώς.
Βιβλιογραφία
- «Μαχόμενη κουλτούρα», Μίκης Θεοδωράκης, Εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», 1982
- «Πού να βρω την ψυχή μου…», Τόμος Β’, Εκδόσεις ΙΑΝΟS, 2017
- Περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 79, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2021, με αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη
- Ιστότοπος για τον Μίκη Θεοδωράκη με αναφορά στο Μαουτχάουζεν https://www.mikistheodorakis.gr/el/music/ergography/beforedictatorship/?nid=4695
- Ιστότοπος για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη https://theodorakism.blogspot.com/2014/10/blog-post_11.html
- Μουσική του Μίκη για όπερες https://mikisguide.gr/operes/
- Ο εθνικός ύμνος των Παλαιστινίων https://mikisguide.gr/o-ethnikos-ymnos-ton-palestinion/