Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης

Τρία είναι τα παγκάκια της σκηνής. «Το παγκάκι» του τίτλου άγνωστο ποιο είναι. Το κεντρικό, το δεξί ή το αριστερό; Οι δυο ήρωες τα χρησιμοποιούν όλα, γεγονός που δυσκολεύει τη διαδικασία απάντησης στο ερώτημα. Μα το ερώτημα είναι τόσο χρήσιμο όσο η απάντησή του. Κι εδώ η απάντηση είναι αδιάφορη, διότι δεν ενδιαφέρει «το παγκάκι», αφού, μάλιστα, τόσα παγκάκια υπάρχουν στα πάρκα του κόσμου. Γιατί, όμως, ο Γιώργος Κιμούλης και η Φωτεινή Μπαξεβάνη επιμένουν πως κάτι έχουν να πουν στο «Παγκάκι» της οδού Κεφαλληνίας; Εδώ το ερώτημα προϊδεάζει την άκρως ενδιαφέρουσα απάντηση.

Ο φωτισμός στη διάρκεια της παράστασης είναι σταθερός. Σχεδόν ακίνητος. Ο χώρος μένει ίδιος. Η ώρα είναι μια στιγμή. Μια στιγμή συνάντησης. Η πόλη άγνωστη, αδιάφορη. Σκηνικό ένα πάρκο. Μπορούσε κάλλιστα να αποτελείται μόνο από έναν πάγκο. Ο Γκέλμαν θέλει να δείξει το δράμα των (δύο αυτών) ανθρώπων και έτσι όλο το έργο ξεκινά και τελειώνει με τη συνάντησή τους. Μια αστραπή. Έτσι και το παίξιμο των δύο ηθοποιών. Γρήγορο, νευρικό, κοφτό, τρόπος που ίσως κουράσει, αλλά υπηρετεί το αστραπιαίο και απότομο μιας «τυχαίας» συνάντησης.

Η Φ. Μπαξεβάνη καταφέρνει παράλληλα να διαφυλάξει την αφέλεια και ευθραυστότητα του χαρακτήρα που υποδύεται. Δεν παρασύρεται από την υπερκινητικότητα του Κιμούλη και κρατάει τις ισορροπίες με μοιρασμένες σε ίσα διαστήματα τις εξάρσεις της. Ο Κιμούλης καταφέρνει εδώ με την ερμηνεία του να φανερώσει το βασικότερο στοιχείο του έργου: την ακροβασία του «μεταξύ». Το έργο κινείται μεταξύ ψεύδους και αλήθειας. Μα αυτή η κίνηση προκαλεί αμηχανία στον θεατή. Νιώθεις ότι το έργο σβήνεται και ξαναγράφεται. «Τώρα» σκέφτεσαι «θα μιλήσουν ειλικρινά». Μα όχι. Ειρωνείες, βρισιές, αδιέξοδα, ψέμα πάνω στο ψέμα, νευρικές κινήσεις, ατάκες, όλα προκαλούν γέλιο καίτοι σοβαρά. Αν ήμασταν ένας από αυτούς τους δύο, θα υποφέραμε. Η θέση μας, όμως, ως τρίτων στη θέαση αυτής της κωμικοτραγωδίας προκαλεί γέλιο. Γίνεται κωμωδία το δράμα και μέσω του μεγεθυντικού φακού της ερμηνείας του Κιμούλη. Η νευρικότητά του έχει λόγο ύπαρξης.

Η ακροβασία αυτή μεταξύ ψεύδους και αλήθειας έχει όμως και μια βαθύτερη οπτική, την οποία προσωπικά αντιλήφθηκα και από την ερμηνεία των δύο ηθοποιών, πράγμα για το οποίο –με την ταπεινή ιδιότητα του θεατή– τους συγχαίρω. Εκείνη είναι μόνη, εκείνος θέλει σεξ. Βρεθήκανε κάποτε, πέρασαν μια νύχτα μαζί, πέρασε καιρός και ξαναβρεθήκανε τυχαία στο πάρκο. Το γαϊτανάκι ξετυλίγεται χορευτικά και από τους δύο. Μεταξύ θυμού και προσωπικών πληγών, αναφέρουν μικρές, ανθρώπινες αλήθειες και σε δευτερόλεπτα διαύγειας φανερώνουν και μια σταγόνα από αυτά που όντως νιώθουν. Ώσπου το γαϊτανάκι ξετυλίγεται και φαίνεται πια η σκληρή αλήθεια ως το ουσιαστικό θέμα του έργου και μέγα ανθρώπινο ζήτημα: η παγίδα της σχέσης.

Εκείνη –όντας μόνη– του λέει να βρει γυναίκα και να της πει ό,τι ονειρεύεται. Θέλει αμάξι; 800 δικά της και άλλα τόσα δικά του και το πήρε. «Να γράψεις τα όνειρά σου και να τα κρεμάσεις στο σπίτι σας να τα βλέπει η γυναίκα σου. Χωρίς γυναίκα δε γίνεται». Λέει εκείνος: «εγώ δεν αγαπάω; Εγώ είχα μία και της έδινα ό,τι έβγαζα». Λέει εκείνη: «σκληραίνει η μοναξιά», «θέλω κατανόηση», «αν κοιμηθώ άλλη μια νύχτα μόνη μου θα πεθάνω». Εκείνος λέει: «αν πειράξεις τη γυναίκα μου, σε γάμησα», αλλά ταυτόχρονα παραδέχεται ότι την απατά, αλλά δεν της λέει την αλήθεια, γιατί δεν θα την αντέξει. «Φιλάνθρωπα σκέφτομαι». Επιμένει εκείνος να πάνε σπίτι της, την ποθεί. Εκείνη αρνείται. Ξεσπάνε. Αποκαλύπτονται. Εν τέλει εκείνος παραδίνεται. Θα πάνε σπίτι του με ταξί, εκείνη θα τον περιμένει μέσα στο ταξί μέχρι να πάρει τα πράγματά του και να φύγουν μαζί για το σπίτι της και να μείνουν μαζί υπό έναν όρο: «Δεν σου υπόσχομαι, δεν μου υπόσχεσαι».

Η τελευταία φράση είναι ο άνεμος σε όλα τα παραπάνω τραπουλόχαρτα. Διαλύει όλο το εμπεδωμένο εποικοδόμημα των ανθρωπίνων σχέσεων με την αλήθεια του. Είναι η εξαίρεση που δεν υπάρχει. Γιατί ελευθερώνει τη σχέση από τη χρησιμότητα, από την ανταλλακτική της αξία. Δεν είναι «πάρε-δώσε», δεν είναι μαθηματικά. Είναι μίγμα άπιαστου και μαγείας, είναι εκ νέου κοίταγμα της ζωής και του αντι-κείμενου κόσμου με αφορμή τον άλλο. «Απ’ την ψυχή, ως την ψυχή». Το «δεν σου υπόσχομαι» κρατάει καθρέφτη: «δεν μου υπόσχεσαι». Είναι –σχεδόν θρησκευτική– υπέρβαση εγωισμού και κτητικότητας. Είναι πάλη εντός, εκτός και επί των αυτών ψυχών, της δικής σου και του άλλου. Βλέπω στον άλλο τον κόσμο που εγώ μπορώ να δω. Το ίδιο και ο άλλος. Αν, όμως, είμαι εγώ εντός των ορίων της χρησιμότητας του άλλου, πως θα διεκδικήσω μερίδιο στο άπιαστο που μας κάνει ανθρώπους;

Αυτό είναι «το παγκάκι», το οποίο, όμως τελειώνει με άδοξο τέλος. Εκείνη του δίνει το κλειδί του σπιτιού της. Εκείνος δεν θέλει να το πάρει, γιατί μόλις τον έβαλε να της υποσχεθεί ότι «αν νιώσεις μόνος, να έρθεις» (του δίνει, για να της δώσει. Εδώ η προσφορά ως αναμονή λήψης).

Όλα επανέρχονται στην αρχική τους θέση.

Τον έχασε.

Αυτός στην ελευθερία του μόνος. Γελάει, παραδέχεται και φεύγει. Δεν θα περάσει ποτέ από το σπίτι της. Και καλά θα κάνει. Θυσιάζεσαι πάντα για κάτι καλύτερο και ομορφότερο από αυτό που είσαι. Στο παγκάκι χαράκτηκε : «Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Μόνο κανόνες».

————-

————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here