Μια φωνή ανάμεσα σε κόσμους, μια ζωή αφιερωμένη στην αρμονία…
Η Klaudia Delmer έφυγε από τη ζωή τα χαράματα της Παρασκευής, μετά από πολύμηνη και γενναία μάχη με τον καρκίνο. Έφυγε αθόρυβα, όπως συχνά ζουν οι πραγματικά σπουδαίοι άνθρωποι, αφήνοντας πίσω της μια σπάνια καλλιτεχνική διαδρομή, τέσσερα παιδιά, έναν μεγάλο έρωτα και ένα έργο βαθιά συνδεδεμένο με την έννοια της ομορφιάς, της αρμονίας και της ανθρώπινης έκφρασης.
Γεννημένη στη Βαρσοβία από πατέρα Ιταλό και μητέρα Πολωνέζα, η Klaudia Delmer κουβαλούσε από τη φύση της τη συνάντηση διαφορετικών κόσμων. Αν και γεννήθηκε στον ευρωπαϊκό Βορρά, μεγάλωσε στην Ισπανία, στον Νότο, βιώνοντας από πολύ νωρίς τη διαφορά νοοτροπιών, συναισθημάτων και τρόπων αντίληψης της ζωής. Αυτή ακριβώς η αντίθεση – ανάμεσα στη βόρεια εσωστρέφεια και τη νότια εξωστρέφεια – αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της καλλιτεχνικής της έμπνευσης και της μουσικής της ταυτότητας.
Από τα παιδικά της χρόνια έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο τα ανθρώπινα συναισθήματα μεταφράζονται σε λόγο, σε ήχο και σε κίνηση. Από την Πολωνία κληρονόμησε την αγάπη της για την κλασική μουσική και ιδιαίτερα για συνθέτες όπως ο Chopin, ο Szymanowski, ο Lutosławski, ο Penderecki και ο Górecki, αλλά και για την ιδιαίτερη παράδοση του έντεχνου, θεατρικού τραγουδιού, όπως αυτό αποτυπώθηκε στα έργα του Zbigniew Preisner και του λιγότερο γνωστού διεθνώς Konieczny, που μελοποίησε με μοναδικό τρόπο την πολωνική ποίηση.
Στην Ισπανία, τη χώρα που τη μεγάλωσε, ήρθε σε επαφή με τη δυναμική και παθιασμένη παράδοση του flamenco, την οποία αγάπησε βαθιά. Ξεκίνησε από μικρή ηλικία τον χορό και λίγο αργότερα τα πρώτα μαθήματα φωνητικής, δίνοντας τα πρώτα, δειλά της ρεσιτάλ στα μικρά bar της περιοχής Lavapiés στη Μαδρίτη – χώρους όπου το συναίσθημα προηγείται της τεχνικής και η αλήθεια της έκφρασης είναι το ζητούμενο.
Στα 17 της χρόνια ταξίδεψε στη Georgia των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ολοκλήρωσε το Λύκειο. Εκεί, σχεδόν απρόσμενα, κέρδισε διαγωνισμό όπερας σε επίπεδο Πολιτείας, γεγονός που την οδήγησε στην απόφαση να ακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές στη μουσική και το τραγούδι. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για πέντε χρόνια και αποφοίτησε από το Mannes College of Music του Μανχάταν, αποκτώντας Bachelor of Music με ειδικότητα στην όπερα και το τραγούδι. Παράλληλα, σπούδασε υποκριτική στο HB Studios, ενισχύοντας τη θεατρικότητα και την εκφραστική δύναμη της σκηνικής της παρουσίας.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της συμμετείχε σε σημαντικά master class σπουδαίων μορφών της λυρικής τέχνης, όπως η Victoria de los Angeles, ο Franco Corelli, ο Hermann Prey και ο Κώστας Πασχάλης. Στην Αμερική συμμετείχε σε παραγωγές όπερας, κέρδισε τον διαγωνισμό τραγουδιού Koussevitzky και τον διαγωνισμό Rosa Ponselle στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης, ενώ πραγματοποίησε συναυλίες και ρεσιτάλ τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Πριν ακόμη στραφεί ολοκληρωτικά στην κλασική μουσική, η Klaudia Delmer είχε έντονο ενδιαφέρον για τις παραδοσιακές μουσικές της Μεσογείου. Ανάμεσα στα ακούσματά της βρισκόταν και η ελληνική μουσική, γεγονός που την οδήγησε να γνωρίσει από κοντά την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Η επαφή αυτή αποδείχθηκε καθοριστική. Μετακομίζοντας στη χώρα μας, ανακάλυψε τον πλούτο και τη βαθιά εκφραστικότητα του ελληνικού έντεχνου και παραδοσιακού τραγουδιού, στοιχεία που θα ενσωμάτωνε σταδιακά στη δική της καλλιτεχνική ταυτότητα.
Στην Ελλάδα τραγούδησε όπερα, μιούζικαλ, έργα για φωνή και ορχήστρα, καθώς και πλήθος ρεσιτάλ. Εμφανίστηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, συνεργάστηκε με τη Συμφωνική Ορχήστρα και την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, με τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων και το Σύνολο Σύγχρονης Μουσικής της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, ενώ τραγούδησε σε χώρους όπως το Ηρώδειο και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Παράλληλα, συνέχισε την καλλιτεχνική της έρευνα, προτείνοντας νέα ρεπερτόρια που πατούσαν στη ρίζα της ελληνικής έντεχνης μουσικής, χωρίς να χάνουν τον διεθνή τους χαρακτήρα.
Το 2006 κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό της δίσκο με τίτλο Ainola, σε μουσική του Βαγγέλη Φάμπα και του Νίκου Ξυδάκη, με τραγούδια στα ελληνικά, ιταλικά και ισπανικά. Ο δίσκος απέσπασε εξαιρετικές κριτικές και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το απαιτητικό μουσικό κοινό. Ακολούθησε ο δίσκος La Mar – Δρόμοι της Θάλασσας, που κυκλοφόρησε από την Universal Music, σε μουσική του Μίμη Πλέσσα, με τραγούδια αφιερωμένα στη θάλασσα ως σύμβολο ταξιδιού, έρωτα, μοναξιάς, απόστασης και επικοινωνίας των πολιτισμών.
Η Klaudia Delmer δεν περιορίστηκε μόνο στη σκηνή. Υπήρξε Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Πολιτισμικών Διαλόγων Ίκαρος στην Ικαρία, υπεύθυνη καλλιτεχνικού προγράμματος στην Costa Navarino, καθηγήτρια σύγχρονου τραγουδιού και ενεργή παιδαγωγός, μεταδίδοντας τη γνώση και το ήθος της στις νεότερες γενιές. Τα τελευταία χρόνια παρουσίασε πρωτότυπες μουσικές παραστάσεις και αφιερώματα, επιβεβαιώνοντας τη διαρκή της αναζήτηση και την ανάγκη της για καλλιτεχνικό διάλογο.
Όπως έγραψε ο σύζυγός της, Λαυρέντης Χωραΐτης, στο συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, «το μεγαλύτερο έργο της ζωής της ήταν τα τέσσερα υπέροχα παιδιά μας». Μητέρα, σύζυγος, καλλιτέχνης και πολίτης του κόσμου, η Klaudia Delmer υπηρέτησε μέχρι τέλους την αρμονία και την ομορφιά – όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια και τις φωτογραφίες της, αλλά κυρίως μέσα από τον τρόπο που στάθηκε απέναντι στη ζωή.
Η κηδεία της θα τελεστεί την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου, στις 12:00, στον Ιερό Ναό Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στη Μαραθόπολη. Σύμφωνα με την επιθυμία της, θα ταφεί στο κοιμητήριο Πετροχωρίου, δίπλα στη μικρή παραλία που αγαπούσε να περπατά. Αντί στεφάνων, τα χρήματα θα δοθούν στο ίδρυμα Θάλπος.
Η Klaudia Delmer πέρασε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω της κάτι πολύ περισσότερο από μια καλλιτεχνική πορεία: άφησε ένα παράδειγμα ζωής, ευγένειας και ουσίας. Και αυτό είναι το αποτύπωμα που μένει.









