Γράφει ο Παύλος Ζέρβας

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Βρετανία βρισκόταν σε μια περίεργη φάση. Ο κόσμος είχε κουραστεί από τις “αμερικανιές” και ήθελε πίσω τη δική του φωνή, τη βρετανική αυτοπεποίθηση, το χιούμορ, την ταυτότητα.
Κάπου ανάμεσα στις παμπ, στα περιοδικά και στα clubs του Camden, γεννήθηκε το φαινόμενο Britpop. Και όπως σε κάθε επανάσταση, δεν άργησε να βρεθεί ένας εμφύλιος.

Στη μια πλευρά: οι Blur του Damon Albarn, καλλιεργημένοι, λονδρέζοι, με ειρωνεία και αισθητική που παρέπεμπε στη βρετανική παράδοση.
Στην άλλη: οι Oasis των αδελφών Gallagher από το Μάντσεστερ — ωμοί, αυθεντικοί, με ύφος που θύμιζε περισσότερο ποδοσφαιρική κερκίδα παρά καλλιτεχνική οντότητα.

Όταν αυτοί οι δύο κόσμοι συγκρούστηκαν, δεν ήταν απλώς μουσική υπόθεση, ήταν κοινωνικό φαινόμενο! Η Βρετανία του ’90 είχε βρει τον νέο της πόλεμο κι αυτή τη φορά δεν είχε όπλα, αλλά κιθάρες!

Οι Blur: Το Λονδίνο ξαναβρίσκει τον εαυτό του

Οι Blur είχαν ήδη σχηματιστεί το 1988, όταν ο Damon Albarn, ο Graham Coxon, ο Alex James και ο Dave Rowntree αποφάσισαν να αναβιώσουν το πνεύμα των Kinks και των Small Faces με έναν πιο μοντέρνο ήχο.

Το άλμπουμ Modern Life Is Rubbish (1993) έβαλε τα θεμέλια του Britpop, αλλά ήταν το Parklife (1994) που τους έκανε εθνικό φαινόμενο.

Η Βρετανία τους αγκάλιασε γιατί έμοιαζαν σαν καθρέφτης του εαυτού της. Τα τραγούδια τους ήταν γεμάτα από καθημερινές εικόνες, άνθρωποι στο μετρό, καφέδες, ποδήλατα, η ζωή των προαστίων. Ο Albarn, με το παιχνιδιάρικο βλέμμα του, έγινε η φωνή μιας γενιάς που ήθελε να γιορτάσει το “βρετανικό” χωρίς να το απολογηθεί.

Την ίδια στιγμή, όμως, στο βορρά, κάτι πιο άγριο ερχόταν…

Οι Oasis: Το Μάντσεστερ απαντά με τις δικές του κιθάρες

Στο Μάντσεστερ, η ζωή δεν ήταν τόσο κομψή. Οι Oasis, με επικεφαλής τους Liam και Noel Gallagher, μεγάλωσαν μέσα σε γειτονιές γεμάτες ανεργία. Το ντεμπούτο τους, Definitely Maybe (1994), ήταν ηλεκτρική βόμβα.

Η αυτοπεποίθηση των Gallagher δεν είχε όρια: δήλωναν ότι ήταν “η καλύτερη μπάντα στον κόσμο” πριν καν κυκλοφορήσει ο δίσκος.

Το κοινό τούς λάτρεψε γιατί έλεγαν δυνατά ό,τι σκεφτόταν μια ολόκληρη εργατική τάξη. Ήταν οι ήρωες της παμπ, οι “αντι-London”, το απόλυτο αντίβαρο στους καθωσπρέπει Blur.
Κι όταν ήρθε το (What’s the Story) Morning Glory? (1995), με κομμάτια όπως Wonderwall, Don’t Look Back in Anger και Champagne Supernova, η Βρετανία φαινόταν να γέρνει προς το Μάντσεστερ.

Η σύγκρουση: “The Battle of Britpop”

Το καλοκαίρι του 1995, οι δύο μπάντες αποφάσισαν -ή μάλλον, ο Τύπος τις ώθησε- να κυκλοφορήσουν single την ίδια μέρα.
Στις 14 Αυγούστου 1995, το Country House των Blur και το Roll With It των Oasis βγήκαν ταυτόχρονα στα δισκοπωλεία.

Τα πρωτοσέλιδα φώναζαν:
North vs South!
Blur vs Oasis – The Battle for Number One!
Η ΝΜΕ και η Melody Maker είχαν μετατρέψει τη μουσική σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

Το αποτέλεσμα; Οι Blur νίκησαν εμπορικά: Το Country House έφτασε στο No.1, αφήνοντας τους Oasis στο No.2.

Όμως, στη μεγάλη εικόνα, οι Oasis βγήκαν νικητές στο χρόνο: το άλμπουμ Morning Glory πούλησε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα και καθιέρωσε τους Oasis ως διεθνές φαινόμενο.

Οι δηλώσεις, οι ατάκες, ο μύθος

Από εκεί και πέρα, όλα πήραν φωτιά. Ο Liam Gallagher, πάντα απρόβλεπτος, δεν άφηνε ευκαιρία για καβγά. Σε συνεντεύξεις αποκαλούσε τον Damon Albarn “posh boy” και τους Blur “παιδάκια του Λονδίνου που πίνουν τσάι με το δαχτυλάκι σηκωμένο”!

Ο Albarn απαντούσε ειρωνικά: “Οι Oasis γράφουν τραγούδια για να τα τραγουδούν οι μεθυσμένοι στις παμπ κι αυτό είναι οκ, αλλά εμείς θέλουμε κάτι παραπάνω.”

Οι δηλώσεις τους έδιναν ψωμί στα tabloids για μήνες. Οι Blur έγιναν σύμβολο των “middle-class” Βρετανών, ενώ οι Oasis των “working-class”, και ο Τύπος φρόντιζε …φυσικά να κρατάει τη φωτιά ζωντανή.

Η κορύφωση και η πτώση

Το 1996 ήταν η χρονιά των Oasis. Οι συναυλίες τους στο Knebworth Park συγκέντρωσαν 250.000 ανθρώπους, το απόλυτο βρετανικό γεγονός της δεκαετίας. Ήταν η στιγμή που η Britpop κορυφώθηκε και, ταυτόχρονα, άρχισε να τελειώνει.

Οι Blur, με το ομώνυμο άλμπουμ Blur (1997), αποφάσισαν να στραφούν σε πιο πειραματικό ήχο, με επιρροές από την αμερικανική indie σκηνή (Song 2, Beetlebum). Ο Albarn δεν ήθελε πια να είναι “ο αρχηγός της Britpop”, και άρχισε να χαράζει νέα πορεία, αυτή που θα τον οδηγούσε αργότερα στους Gorillaz.

Οι Oasis, από την άλλη, άρχισαν να φθείρονται από τον ίδιο τους τον μύθο. Τα εγώ των αδελφών Gallagher έγιναν ανεξέλεγκτα, οι καβγάδες θρυλικοί, και η δημιουργική σπίθα άρχισε να ξεθωριάζει μετά το Be Here Now (1997).

Όταν ο καπνός έσβησε

Χρόνια αργότερα, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παραδέχτηκαν πως όλη εκείνη η “μάχη” ήταν πιο πολύ παιχνίδι των media παρά προσωπικό μίσος.

Ο Damon Albarn δήλωσε: “Ήμασταν νέοι, περήφανοι και λίγο βλάκες. Αλλά χρειαζόταν εκείνη η κόντρα για να υπάρξει ένταση, για να μείνει κάτι αξέχαστο.
Ο Noel Gallagher είπε: “Ήμασταν σαν δύο μποξέρ που ανέβηκαν στο ρινγκ χωρίς να ξέρουν γιατί. Αλλά ήταν διασκεδαστικό.

Το 2013, οι δυο τους συναντήθηκαν τυχαία σε ένα πάρτι του War Child και τελικά τραγούδησαν μαζί το Tender. Το κοινό παραληρούσε! Ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος με χαμόγελο.

Η κόντρα Blur–Oasis δεν ήταν απλώς μια μουσική μονομαχία. Ήταν “πολιτισμικό στίγμα” στη Βρετανική pop. Έδωσε ταυτότητα σε μια γενιά, έκανε τη Βρετανία να πιστέψει ξανά στη δική της μουσική και δημιούργησε ένα ολόκληρο κίνημα.

Σήμερα, ο Damon Albarn είναι ένας από τους πιο ευέλικτους δημιουργούς της εποχής, ενώ ο Noel Gallagher συνεχίζει να γεμίζει στάδια με τους High Flying Birds. Όμως το φάντασμα εκείνης της εποχής πλανάται πάντα πάνω από το Λονδίνο και το Μάντσεστερ, δύο πόλεις, δύο κόσμοι, μια ιστορία.

Και τελικά, ίσως να είχαν όλοι δίκιο:
Οι Blur είχαν το έξυπνο χαμόγελο, οι Oasis το αστείρευτο πάθος
Κι εμείς ως ακροατές κερδίσαμε και από τους δύο!

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ