Γράφει ο Παύλος Ζέρβας
Υπήρξαν εποχές που οι Pink Floyd δεν ήταν απλώς μια μπάντα. Ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που ανέπνεε μέσα από την ένταση, την αμφισβήτηση και τη δημιουργική έκρηξη. Ένα συγκρότημα που κατάφερε να μεταμορφώσει τον ήχο της ροκ σε κάτι υπερβατικό, σχεδόν φιλοσοφικό. Και στο επίκεντρο αυτής της ιστορίας, δύο άνθρωποι που καθόρισαν —και τελικά διέλυσαν— τον μύθο: ο Roger Waters και ο David Gilmour.
Η ιστορία τους δεν είναι απλώς ένα “μουσικό διαζύγιο”. Είναι μια ψυχολογική και καλλιτεχνική διαφωνία, γεμάτη πάθος, ιδεολογικές συγκρούσεις και πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ. Γιατί όταν δύο ιδιοφυΐες μοιράζονται το ίδιο σύμπαν, κάποια στιγμή, η βαρύτητα γίνεται ανυπόφορη!
Από τα χρόνια της αθωότητας
Οι Pink Floyd ξεκίνησαν μέσα από την ψυχεδελική ατμόσφαιρα του Λονδίνου στα μέσα των ’60s, με τον Syd Barrett να είναι η χαρισματική τους ψυχή. Ο Waters, πιο στοχαστικός και αυστηρός, βρισκόταν τότε ακόμη στη σκιά του. Όταν όμως ο Barrett αποχώρησε λόγω των ψυχικών του προβλημάτων, το κενό που άφησε ήταν τεράστιο — και εκεί εμφανίστηκε ο David Gilmour.
Ο Gilmour δεν ήρθε απλώς να “αντικαταστήσει” τον Barrett. Έφερε ένα νέο είδος ευαισθησίας. Μελωδίες που έμοιαζαν να ανασαίνουν μέσα από κιθάρες που έκλαιγαν, και μια φωνή που μπορούσε να μετατρέψει τη μελαγχολία σε μεγαλείο. Μαζί, ο Gilmour και ο Waters ανέβασαν το συγκρότημα σε δυσθεώρητα ύψη.
Η δεκαετία του ’70 ήταν η εποχή της τελειότητας: Dark Side of the Moon, Wish You Were Here, Animals… κάθε δίσκος, κι ένα ψυχολογικό και μουσικό πορτρέτο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Waters έγραφε στίχους που έγδερναν το εσωτερικό του ακροατή, ενώ ο Gilmour έντυνε αυτές τις σκέψεις με ήχους σχεδόν εξωγήινους.
Κάπου εκεί, όμως, η ισορροπία άρχισε να τρίζει…
Ο Waters παίρνει το τιμόνι
Ύστερα από το Wish You Were Here, ο Roger Waters ένιωθε πως οι Pink Floyd κινδύνευαν να μετατραπούν σε μηχανισμό χωρίς ψυχή. Ο ίδιος είχε πλέον αναπτύξει μια εμμονική σχέση με τον έλεγχο. Ήθελε τα πάντα — τη σύλληψη, τη θεματολογία, τη σκηνοθεσία, την τελική λέξη.
Το Animals (1977) ήταν ήδη αποτέλεσμα αυτής της αυστηρής καθοδήγησης. Ο Gilmour, ενώ παραδέχτηκε τη δύναμη του υλικού, άρχισε να αισθάνεται περιθωριοποιημένος. Το στούντιο είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Ο Waters δεν ανεχόταν διαφωνίες, ο Gilmour ένιωθε ότι η μουσικότητα του θυσιαζόταν στον βωμό της πολιτικής και της σκοτεινής ψυχολογίας του Waters.
Και τότε ήρθε το The Wall (1979). Το αριστούργημα — και η αρχή του τέλους.
The Wall: το αριστούργημα που τους χώρισε
Το “τείχος” που έκτισε ο Waters δεν ήταν μόνο συμβολικό. Ήταν πραγματικό, ανάμεσά τους.
Η ιστορία ενός καλλιτέχνη που απομονώνεται από τον κόσμο έγινε καθρέφτης της ίδιας τους της σχέσης. Ο Waters ανέλαβε πλήρως τον έλεγχο, απέλυσε τον πληκτρά Rick Wright εν μέσω ηχογραφήσεων και ο Gilmour πάλευε να διατηρήσει έστω ένα κομμάτι του DNA του συγκροτήματος.
Κι όμως, οι κιθάρες του Gilmour στα Comfortably Numb και Run Like Hell ήταν ό,τι πιο σπαρακτικό και λυτρωτικό είχε γραφτεί ποτέ σε δίσκο. Ήταν σαν να μιλούσε μέσα από τις νότες του, να προσπαθεί να επικοινωνήσει με έναν άνθρωπο που δεν άκουγε πια.
Η περιοδεία του The Wall ήταν θεατρικό μεγαλείο αλλά και απόλυτη αποξένωση. Ο Waters έστηνε τείχη στη σκηνή, ο Gilmour έπαιζε πίσω τους. Ήταν όλα αληθινά, με την πιο πικρή έννοια.
Το τέλος μιας εποχής
Μετά το The Final Cut (1983), η κατάσταση δεν είχε επιστροφή. Ο δίσκος έφερε μόνο το όνομα “Pink Floyd”, αλλά στην ουσία ήταν προσωπικό έργο του Waters, με τον Gilmour να συμμετέχει ελάχιστα. Οι συνεντεύξεις της εποχής είναι αποκαλυπτικές:
Ο Gilmour κατηγορεί τον Waters ότι “έχασε τη μουσική του ψυχή”.
Ο Waters δηλώνει ότι “οι Pink Floyd έχουν τελειώσει”.
Και πράγματι, λίγο αργότερα αποχώρησε…
Όμως οι υπόλοιποι συνέχισαν. Ο Gilmour, μαζί με τον Nick Mason και την επιστροφή του Rick Wright, πήρε την απόφαση να κρατήσει το όνομα και να προχωρήσει. Ο Waters εξοργίστηκε. Οι δικηγόροι πήραν τη θέση των ντραμς και των κιθάρων και η μουσική ιστορία έγινε …νομική υπόθεση.
Η διαμάχη για τα δικαιώματα του ονόματος Pink Floyd κράτησε χρόνια, με αμοιβαίες δηλώσεις, συνεντεύξεις-καρφιά και μια παγωμάρα που γινόταν όλο και πιο παγερή.
Η σιωπή, το παρελθόν και η νοσταλγία
Στη δεκαετία του ’90, οι δρόμοι τους ήταν παράλληλοι. Ο Gilmour κρατούσε το πνεύμα των Floyd ζωντανό με το A Momentary Lapse of Reason και το The Division Bell, δίσκοι που μπορεί να μην είχαν το βάθος των κλασικών εποχών, αλλά κουβαλούσαν τη νοσταλγία ενός κόσμου που ήθελε ακόμα να πιστεύει.
Ο Waters, από την άλλη, συνέχισε πιο πολιτικοποιημένος, με προσωπικά έργα που αντανακλούσαν τον εσωτερικό του θυμό και τη μοναξιά.
Μέχρι που, για μια στιγμή, οι σιωπές έσπασαν.
Το 2005, στη συναυλία του Live 8 στο Hyde Park, οι τέσσερις ζωντανοί Pink Floyd —Waters, Gilmour, Wright, Mason— ανέβηκαν στη σκηνή μαζί για πρώτη φορά μετά από 24 χρόνια. Ήταν μόνο τέσσερα τραγούδια, αλλά ο κόσμος συγκλονίστηκε.
Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ένα ψυχρό αλλά ειλικρινές χαμόγελο. Ο Gilmour είπε μετά: “Το κάναμε για τη μουσική, όχι για το παρελθόν.” Ο Waters απάντησε: “Ήταν μια στιγμή συμφιλίωσης, όχι επανασύνδεσης.”
Ήταν σα να παραδέχονταν και οι δύο πως η ιστορία τους, όσο επώδυνη κι αν ήταν, δεν μπορούσε να σβηστεί.
Μετά το φως
Ο Rick Wright “έφυγε” το 2008, και μαζί του χάθηκε κάθε πιθανότητα πραγματικής επιστροφής. Όμως ο Gilmour και ο Waters, παρά την ψυχρότητα, συνέχισαν να αναγνωρίζουν ο ένας τη σημασία του άλλου. Σε σποραδικές δηλώσεις, ο Waters μίλησε για τη “μαγεία της συνεργασίας τους”, ενώ ο Gilmour παραδέχτηκε πως “χωρίς τον Roger, δεν θα υπήρχε το μεγαλείο των Floyd”.
Και ίσως αυτό είναι το ουσιαστικότερο:
Η σύγκρουσή τους δεν ήταν απλώς για τον έλεγχο μιας μπάντας, αλλά για το δικαίωμα στον ορισμό του ίδιου του “νοήματος” της μουσικής τους.
Ο Waters εξέφραζε το σκοτάδι, τη σκέψη, την αγωνία του ανθρώπου απέναντι στο σύστημα.
Ο Gilmour έφερνε το φως, την αρμονία, τη λυτρωτική δύναμη του ήχου.
Και η μουσική των Pink Floyd υπήρξε τόσο μεγάλη ακριβώς γιατί χρειάστηκαν και τα δύο.
Σήμερα, μισό αιώνα μετά, οι συζητήσεις για το ποιος είχε “δίκιο” ή “άδικο” δεν έχουν νόημα. Ο χρόνος απέδειξε ότι η δημιουργική ένταση μπορεί να γεννήσει αριστουργήματα — αλλά έχει πάντα κόστος.
Από το Time ως το Comfortably Numb, από το Wish You Were Here ως το Hey You, ο απόηχος αυτής της κόντρας συνεχίζει να υπάρχει σε κάθε ακρόαση. Οι Pink Floyd έγιναν κάτι περισσότερο από συγκρότημα: έγιναν σύμβολο του πώς η τέχνη μπορεί να ανθίσει μέσα στη σύγκρουση.
Και ίσως, στο τέλος, να είχαν και οι δύο δίκιο…
Ο Waters έβλεπε έναν κόσμο που γκρεμιζόταν και ήθελε να ουρλιάξει.
Ο Gilmour ήθελε να τον γιατρέψει με μελωδίες.
Και κάπως έτσι, τυχεροί είμαστε όλοι εμείς, που μέσα από την κόντρα τους, μας χάρισαν τη μουσική που θα συνεχίσει να ενώνει ό,τι εκείνοι δεν κατάφεραν ποτέ να ενώσουν!









